προτυπής

προτυπής
-ές, Α [προτύπτω]
πιθ. έμμονος, επίμονος («προτυπὴς φαντασία», Πλωτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • τορ — το, Ν άκλ. μετρολ. μονάδα πίεσης ίση με το 1/760 τής πρότυπης ατμοσφαιρικής πίεσης η οποία χρησιμοποιείται συνήθως στην τεχνολογία τού κενού …   Dictionary of Greek

  • ασυμπτωτικές διευθύνσεις — Η κατεύθυνση προς την οποία κινούνται τα σωμάτια των κοσμικών ακτίνων, προτού μεταβληθεί η τροχιά τους, εξαιτίας της επίδρασης του μαγνητικού πεδίου της Γης. Τα σωμάτια της πρωτογενούς ακτινοβολίας με υπερβολικά υψηλές ενέργειες φτάνουν στο όριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”